- αστυφύλακας
- οκατώτερο όργανο στην αστυνομία πόλεων, πόλισμαν, πολιτσμάνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστυφύλακας — (και φύλαξ), ο κατώτερο αστυνομικό όργανο της αστυνομίας των πόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + φύλαξ ( ακας). Η λ. αστυφύλαξ μαρτυρείται από το 1892 στα Νομοσχέδια Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
Police rank — Lists of the ranks of various police agencies and forces all around the World: Contents 1 Australia 2 Belgium 3 Brazil 4 Canada 5 … Wikipedia
διασωστής — διασωστής, ο (Μ) αυτός που περιφρουρεί την ασφάλεια τών πολιτών, ο αστυφύλακας … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
πόλισμαν — και πολισμάνος και πολιτσμάνος, ο, Ν αστυφύλακας, αστυνομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. policeman] … Dictionary of Greek
φυλακιτεύω — Α [φυλακίτης] (στην αρχ. Αίγυπτο) υπηρετώ ως φυλακίτης*, ως αστυφύλακας … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
κλομπ — το (λ. αγγλ.), άκλ., κοντό ραβδί που χρησιμοποιείται από τους αστυφύλακες: Ο αστυφύλακας χτύπησε το φοιτητή με το κλομπ στο κεφάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόλισμαν — πόλισμαν, το (λ. αγγλ.), αστυφύλακας, αστυνομικός, αλλ. πολισμάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)